- διύλισμα
- διύλισμαfilteredneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διύλισμα — το (AM διύλισμα) το καθαρό υγρό που προέρχεται από διύλιση … Dictionary of Greek
διύλισμα — το το διυλισμένο, το φιλτραρισμένο υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διυλίσματος — διύλισμα filtered neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)